-
1 στιφρός
A firm, solid, Men. in POxy.1803.1, al.; of olives, Ar. Fr. 141;σκέλη X.Cyn.4.1
, cf. 5.30;πλεκτάνη Crobyl.7
; καυλὸς σαρκώδης καὶ ς. Arist.HA 510b28; of wood, Thphr.HP3.11.4, 5.1.11 ([comp] Comp.); opp. μαδαρός, of flesh, Arist.HA 531b13; opp. ὑγρός, Id.GA 735b18; opp. σομφός, ib. 732b35; τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ ς. ib. 754a34; of persons, stout, sturdy,νεανίας Philostr.Jun.Im. 15
, cf. 1,3.— στρυφνός is a freq. v.l.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιφρός
См. также в других словарях:
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
στιφρός — ή, ό / στιφρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό πέτρωμα» το πέτρωμα τού οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη μάζα β. «σάρκα στιφράν», Αριστοτ. γ. «καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek